-
1 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
-
2 σκότος
σκότος (τό: but cf. Barrett on Eur., Hipp. 192.) = σκότος infra. ταύταν (sc. ? κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( σκότῳ coni. Schneidewin) fr. 42. 6. κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 3.------------------------------------σκότος (ὁ.)1 darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; O. 1.83γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.40
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. -
3 κάθημαι
κάθημαι (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Jos., Ant. 5, 192; Ath. 17:3 [ptc. as name of an image of Athene]) 2 sg. κάθῃ (since Hyperid., Fgm. 115 [OLautensach, Glotta 8, 1917, 186]; POxy 33 verso III, 13 [II A.D.]; TestJob 24:3) Ac 23:3; pl. κάθησθε Lk 22:30 v.l., impv. κάθου (Moeris 215: κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς; later Attic [Lautensach, Glotta 9, 1918, 88; s. also AMaidhof, Z. Begriffsbestimmung der Koine 1912, 300]) twice in Js 2:3 and seven times in a quot. fr. Ps 109:1 (B-D-F §100; Mlt-H. 206f; s. 3 below); impf. ἐκαθήμην (on the augment s. B-D-F §69, 1; Mlt-H. 192); fut. καθήσομαι (oft. LXX) Mt 19:28; Lk 22:30.① to be in a seated position, sitⓐ w. the place indicated by a prep. ἀπέναντί τινος opposite someth. Mt 27:61.—εἴς τι on someth. (Pel.-Leg. p. 4, 4 καθημένη εἰς βαδιστήν=‘sitting on a donkey’; cp. also Musonius 43, 18 H. καθῆσθαι εἰς Σινώπην) εἰς τὸ ὄρος τ. ἐλαιῶν Mk 13:3; cp. Hs 5, 1, 1.—ἐκ δεξιῶν τινος at someone’s right (hand) Mt 26:64; Mk 14:62; Lk 22:69.—ἐν: Mt 11:16; 26:69; Lk 7:32. ἐν σάκκῳ κ. σποδῷ 10:13. ἐν δεξιᾷ τινος at someone’s right Col 3:1. ἐν τοῖς δεξιοῖς on the right (side) Mk 16:5.—ἐπάνω τινός on or upon someth. Mt 23:22; Rv 6:8.—ἐπί τινος on someth. (Babrius 57, 14; UPZ 79, 10 [160 B.C.]) Mt 24:3. ἐπὶ τοῦ θρόνου (Aeschines in Ps.-Demetr. 205; Cebes 21, 3 ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ; Ex 11:5 al.; TestAbr A 12 p. 91, 9 [Stone p. 30]; B 8 p. 112, 21 [Stone p. 72]; Jos., Ant. 5, 192); Rv 4:2 v.l.; 4:9f; 5:1, 7, 13 v.l.; 6:16; 7:10 v.l., 15; 19:4 v.l.; 20:11 v.l.; 21:5 v.l. ἐπὶ θρόνων Lk 22:30. ἐπὶ τῆς νεφέλης (Is 19:1) 14:15f. ἐπὶ τοῦ ἅρματος Ac 8:28. ἐπὶ τ. ἵππων Rv 9:17; 19:18. ἐπὶ τοῦ ἵππου vs. 19, 21 (cp. TestJud 3:2). Of judges (κ.=‘sit in judgment’: Pla., Ap. 35c; Hyperid. 3, 6) ἐπὶ τοῦ βήματος Mt 27:19.—ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ at the ‘Beautiful Gate’ Ac 3:10. ἐπὶ τῷ θρόνῳ Rv 5:13; 6:16 v.l.; 7:10, 15 v.l.; 19:4; 21:5.—ἐπί τι w. acc. of place (Lev 8:35) ἐπὶ τὸ τελώνιον Mt 9:9; Mk 2:14; Lk 5:27; ἐπὶ πῶλον ὄνου J 12:15; ἐπʼ αὐτόν (horse) Rv 6:2, 4f; 19:11, 18 v.l.; ἐπὶ θηρίον 17:3; ἐπὶ (τὸν) θρόνον, (τοὺς) θρόνους (3 Km 1:27; Jer 13:13 A; 43, 30 A; TestJob 20:4) Mt 19:28; Rv 4:2, 4; 11:16; 20:11; ἐπὶ τὴν νεφέλην 14:14, 16 v.l.—παρά τι beside someth. παρὰ τὴν ὁδόν at the side of the road Mt 20:30; Mk 10:46; Lk 18:35.—περί τινα around someone Mk 3:32, 34.—πρὸς τὸ φῶς by the fire Lk 22:56 (Aristoph., Vesp. 773 πρὸς τὸ πῦρ κ. Likewise Menand., Fgm. 806 Kö.).ⓑ w. the place indicated by an adv. of place: ἐκεῖ Mk 2:6; οὗ Ac 2:2; Rv 17:15; ὅπου vs. 9.ⓒ abs. sit, sit there (Epict. 2, 16, 13 εὔχου καθήμενος; 33) Mt 27:36; Lk 5:17; J 2:14; 9:8; Ac 14:8; 1 Cor 14:30; B 10:4.ⓓ w. some indication of the state or characteristics of the pers. sitting (Ex 18:14 σὺ κάθησαι μόνος; κ. of a judge Ael. Aristid. 46 p. 318 D.; 327) σὺ κάθῃ κρίνων με; do you sit there to judge me? Ac 23:3 (Ἄβελ … κάθηται ὧδε κρῖναι TestAbr A 13 p. 92, 7 [Stone p. 32]).ⓔ in the special sense sit quietly Mk 5:15; Lk 8:35. Be enthroned in majesty (Od. 16, 264) κάθημαι βασίλισσα Rv 18:7.② to be a resident in a place, stay, be, live, reside, settle, fig. ext of 1 (Hom. et al.; Hdt. 5, 63 ἐν Δελφοῖς; Musonius p. 59, 7 ἐν πόλει; Ael. Aristid. 50, 14 K.=26 p. 505 D.; Is 9:8 v.l.; 2 Esdr 21:6; Jdth 4:8; 5:3) Lk 21:35; Rv 14:6 (cp. Jer 32:29); 17:1, 9 (s. 1b). πρός τινα w. someone D 12:3; 13:1. ἐν σκότει (σκοτίᾳ v.l.) … καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου Mt 4:16. ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου (Ps 106:10) Lk 1:79 (cp. Pind., O. 1, 83 ἐν σκότῳ καθήμενος [=one who enters old age without accomplishments worthy of remembrance]; Ael. Aristid. 46 p. 272 D.: ἐν τ. στενοῖς τ. ἐλπίδων ἐκάθηντο). (The restoration [καθήμ]ε̣ν̣ο̣ι̣ AcPl Ha 8, 33 is questionable, s. the rdg. of BMM, s.v. πεδάω.)③ to take a seated position, sit down; the occurrence of this sense in our lit. can scarcely be disputed; the same is true of the LXX (W-S. §14, 3). It is to be assumed for the impv. in all its occurrences; seven of them are connected w. Ps 109:1: κάθου ἐκ δεξιῶν μου Mt 22:44; Mk 12:36; Lk 20:42; Ac 2:34; Hb 1:13; 1 Cl 36:5; B 12:10. The impv. has the same mng. twice in Js 2:3. But this sense is also quite probable for the foll. pass.: ἐν τῇ θαλάσσῃ Mk 4:1. ἐπάνω τινός Mt 28:2. μετά τινος 26:58; J 6:3 (καθίζω v.l.). παρὰ τὴν θάλασσαν Mt 13:1.—ἐκεῖ Mt 15:29.—μέσος αὐτῶν Lk 22:55.—Abs. Mt 13:2.—B. 455. DELG s.v. ἧμαι. M-M. EDNT. TW. -
4 ἀλλά
ἀλλά A not combined with another particle.1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denialοὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65
κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96
οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37
ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45
εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186
ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30
κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34
οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35
οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.
20.δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42
σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44
οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26
οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57
οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128
ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.2 without preceding negative; modifying a previous statementaἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28
ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38
ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54
“οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλ” P. 4.36οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132
“ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157
ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36
[ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοιφύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29
ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
(Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63
ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105
ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72
σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
c simply introducing a new attitudeἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86
ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224
ἀλλεὔχεται P. 4.293
3 introducing imperative, simm.a imperative proper.ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12
ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-θμὸν O. 7.87
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5
ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3
ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85
“ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.152ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ” I. 8.35b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7
4 in various minor uses.a introducing statement of intent by poetἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74
, cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται” O. 1.84τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4
B compounded with other particles.1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.b emphasising a main point in contrast to preceding: yetεἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55
οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53
“ ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” P. 4.32χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16
(an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16c emphasising a maxim, breaking off narrative.ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yetἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19
“ ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” N. 10.82ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37
3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77
4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.5ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
Ca frag. ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε fr. 93 ἀλλὰ θαυμάζω fr. 122. 13. -
5 ἄμμορος
a c. gen., without a share in τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν, ἁπάντων καλῶν ἄμμορος; O. 1.84b abs., unsuccessful, luckless νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας ( ἄμορος con. Hermann met. gr.) N. 6.14 -
6 κάθημαι
-
7 σκότος
A darkness, gloom, Od.19.389, Emp.121.4, Pi.Fr. 142, etc.; opp. φάος, A.Ch. 319 (lyr.), E.Hipp. 417, etc.; opp. ἡμέρα, Pl.Def. 411b.2 in Il. always of the darkness of death, mostly in phraseτὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν 4.461
, al.;στυγερὸς δ' ἄρα μιν σ. εἷλεν 5.47
, 13.672; so in Trag. and Com.,σκότῳ θανεῖν E.Hipp. 837
(lyr.); ἤδη με περιβάλλει ς. Id.Ph. 1453;σ. γίγνεται Pherecr.40
; σκότον εἶναι τεθνηκότος (sc. Αἰσχύλου) Ar.Fr. 643.3 of the nether world, Pi.Fr. 130;σκότον νέμονται Τάρταρόν τε A.Eu.72
, cf. Pers. 223;τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σ. εἱμένος S.OC 1701
(lyr.); παῖδες ἀρχαίου Σκότου ib. 106;ἰὼ σ., ἐμὸν φάος Id.Aj. 394
(lyr.);γῆς σκότῳ κέκρυπται E.Hel.62
;σκότου πύλαι Id.Hec.1
.4 the darkness of the womb,φυγόντα μητρόθεν σκότον A.Th. 664
: pl.,ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Id.Eu. 665
.5 of blindness,σκότου νέφος S.OT 1313
(lyr.); ὁθούνεκ'.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, i.e. οὐκέτι ὀψοίατο, ib. 1273; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, i.e. μηδέν, ib. 419;σκότον δεδορκώς E.Ph. 377
, cf. HF 563.b dizziness, vertigo, Hp.Epid. 5.23;σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arist.HA 584a3
; cf. σκοτόδινος, -δινιάω.6 metaph., σκότῳ κρύπτειν hide in darkness, S.El. 1396 (lyr.), cf. Pi.Frr.42.5, 228; σκότον ἔχειν to be in darkness, obscurity, Id.N.7.13, E.Fr.1052.8; ἀπορία καὶ ς. Pl.Lg. 837a; : with Preps., διὰ σκότους ἡ ὁδός it is dark and uncertain, X.An.2.5.9;ἐν σ. καθήμενος Pi.O.1.83
;μηδὲν ἐν σ. τεχνωμένων S.Ant. 494
;κατὰ σκότον Id.Ph. 578
;ὑπὸ σκότου Id.Ant. 692
, E.Or. 1457 (lyr.), X.Cyr.4.6.4; (lyr.), E.Ph. 1214.7 of a person, Μητρότιμος ὁ σ., like ὁ σκοτεινός, the mystery-man, Hippon.78; also, darkness, i.e. ignorance, D.19.226; deceit,σ. καὶ ἀπάτη Pl.Lg. 864c
.8 pl., σκότη shadows in a picture, Paus.Gr.Fr.300, Suid. s.v. ἀπεσκοτωμένα, Eust.953.51.—Ael.Dion. Fr. 217 regarded the masc. as the [dialect] Att. form: the neut. never occurs in Ar., and is nowhere required by the metre in Trag., though it sts. occurs in codd., E.Hec. 831, HF 1159, Fr. 534, v.l. in S.OC40, dub. l. in A.Fr.6; it is found, however, without v.l., in Pi.Fr.42.5 and [dialect] Att. Prose, Pl.R. 516e, Cra. 418c, D.18.159, etc.; also in Hdt.2.121. έ, X.An.2.5.9, 7.4.18; the word is always neut. in LXX and NT.
См. также в других словарях:
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek
μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 … Dictionary of Greek